Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен - Страница 54
- Предыдущая
- 54/136
- Следующая
16 Μόλις λοιπόν βράδιασε, κατέβηκαν οι μαθητές του στη λίμνη 17 και, αφού μπήκαν σ’ ένα πλοίο, έρχονταν αντίπερα στη λίμνη, στην Καπερναούμ. Και είχε γίνει ήδη σκοτάδι, αλλά ακόμα ο Ιησούς δεν είχε έρθει προς αυτούς. 18 Και η λίμνη ταραζόταν από δυνατό άνεμο που έπνεε. 19 Αφού, λοιπόν, είχαν προχωρήσει περίπου τέσσερα ή πέντε χιλιόμετρα, βλέπουν τον Ιησού να περπατάει πάνω στη λίμνη και να έρχεται κοντά στο πλοίο, και φοβήθηκαν. 20 Εκείνος τους λέει: «Εγώ είμαι· μη φοβάστε». 21 Ήθελαν, τότε, να τον πάρουν στο πλοίο, και αμέσως ήρθε το πλοίο στην ξηρά στο μέρος όπου πήγαιναν.
22 Την επόμενη ημέρα, το πλήθος που είχε σταθεί αντίπερα στη λίμνη είδε ότι άλλο πλοιάριο δεν ήταν εκεί παρά μόνο ένα, και ότι ο Ιησούς δεν εισήλθε στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του, αλλά οι μαθητές του έφυγαν μόνοι. 23 Άλλα πλοιάρια ήρθαν από την Τιβεριάδα κοντά στον τόπο όπου έφαγαν τον άρτο, όταν ευχαρίστησε ο Κύριος το Θεό. 24 Όταν λοιπόν το πλήθος είδε ότι ο Ιησούς δεν είναι εκεί ούτε οι μαθητές του, αυτοί μπήκαν στα πλοιάρια και ήρθαν στην Καπερναούμ, ζητώντας τον Ιησού. 25 Και όταν τον βρήκαν αντίπερα στη λίμνη, του είπαν: «Ραβί, πότε έχεις έρθει εδώ;» 26 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε και είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, με ζητάτε όχι επειδή είδατε θαυματουργικά σημεία, αλλά επειδή φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε. 27 Να εργάζεστε όχι για την τροφή που καταστρέφεται, αλλά για την τροφή που μένει για ζωή αιώνια, που ο Υιός του ανθρώπου θα σας δώσει. Γιατί αυτόν ο Πατέρας σφράγισε, ο Θεός». 28 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Τι να κάνουμε, για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» 29 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: «Αυτό είναι το έργο του Θεού: το να πιστεύετε σε αυτόν που απέστειλε εκείνος». 30 Είπαν τότε σ’ αυτόν: «Ποιο λοιπόν σημείο κάνεις εσύ, για να δούμε και να σε πιστέψουμε; Τι εργάζεσαι; 31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα στην έρημο καθώς είναι γραμμένο: Άρτο από τον ουρανό τους έδωσε να φάνε». 32 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ο Μωυσής δε σας έχει δώσει τον άρτο από τον ουρανό, αλλά ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό. 33 Γιατί ο άρτος του Θεού είναι εκείνος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο». 34 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Κύριε, πάντοτε δώσε μας αυτόν τον άρτο». 35 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. Όποιος έρχεται προς εμένα δε θα πεινάσει, και όποιος πιστεύει σ’ εμένα δε θα διψάσει ποτέ. 36 Αλλά σας είπα ότι και με έχετε δει και δεν πιστεύετε. 37 Όλο αυτό που μου δίνει ο Πατέρας θα έρθει προς εμένα, και αυτόν που έρχεται προς εμένα δε θα τον πετάξω έξω, 38 γιατί έχω κατεβεί από τον ουρανό όχι για να κάνω το θέλημα το δικό μου, αλλά το θέλημα εκείνου που με έστειλε. 39 Και αυτό είναι το θέλημα εκείνου που με έστειλε: να μη χάσω από Αυτόν τίποτα από όλο αυτό που μου έχει δώσει, αλλά να το αναστήσω την έσχατη ημέρα. 40 Γιατί αυτό είναι το θέλημα του Πατέρα μου: καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σ’ αυτόν να έχει ζωή αιώνια· και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα». 41 Γόγγυζαν τότε οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν, επειδή είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό», 42 και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που εμείς ξέρουμε τον πατέρα και τη μητέρα του; Πώς λέει τώρα: “Από τον ουρανό έχω κατεβεί”;» 43 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Μη γογγύζετε μεταξύ σας. 44 Κανείς δε δύναται να έρθει προς εμένα αν ο Πατέρας που με έστειλε δεν τον ελκύσει· κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. 45 Είναι γραμμένο στους προφήτες: Και θα είναι όλοι διδαγμένοι από το Θεό. Καθένας που άκουσε και έμαθε από τον Πατέρα, έρχεται προς εμένα. 46 Όχι ότι τον Πατέρα έχει δει κανείς άλλος εκτός από αυτόν που είναι από το Θεό· αυτός έχει δει τον Πατέρα. 47 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, όποιος πιστεύει έχει ζωή αιώνια. 48 Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. 49 Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα στην έρημο και πέθαναν. 50 Αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κανείς από αυτόν και να μην πεθάνει. 51 Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει από τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και ο άρτος, λοιπόν, που εγώ θα δώσω είναι η σάρκα μου υπέρ της ζωής του κόσμου». 52 Μάχονταν λοιπόν μεταξύ τους οι Ιουδαίοι, λέγοντας: «Πώς δύναται αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;» 53 Τους είπε τότε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. 54 Εκείνος που μου τρώει τη σάρκα και μου πίνει το αίμα έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. 55 Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου είναι αληθινό ποτό. 56 Όποιος μου τρώει τη σάρκα και μου πίνει το αίμα, μένει ενωμένος μαζί μου κι εγώ μαζί του. 57 Καθώς με απέστειλε ο ζωντανός Πατέρας κι εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει θα ζήσει κι εκείνος για μένα. 58 Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό, όχι καθώς έφαγαν οι πατέρες και πέθαναν. Όποιος τρώει τούτον τον άρτο θα ζήσει στον αιώνα». 59 Αυτά είπε, διδάσκοντας στη συναγωγή, στην Καπερναούμ.
60 Πολλοί λοιπόν από τους μαθητές του, όταν άκουσαν, είπαν: «Σκληρός είναι αυτός ο λόγος. Ποιος δύναται να τον ακούει;» 61 Επειδή, λοιπόν, ήξερε ο Ιησούς μέσα του ότι οι μαθητές του γογγύζουν γι’ αυτό, τους είπε: «Αυτό σας σκανδαλίζει; 62 Αν λοιπόν βλέπατε τον Υιό του ανθρώπου να ανεβαίνει εκεί όπου ήταν πρώτα, θα σκανδαλιζόσασταν; 63 Το Πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί τίποτα. Τα λόγια που εγώ σας έχω μιλήσει είναι Πνεύμα και είναι ζωή. 64 Αλλά είναι μερικοί από εσάς που δεν πιστεύουν». Γιατί ήξερε από την αρχή ο Ιησούς ποιοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν και ποιος είναι εκείνος που θα τον παραδώσει. 65 Και έλεγε: «Γι’ αυτό σας έχω πει ότι κανείς δε δύναται να έρθει προς εμένα, αν δεν του είναι δοσμένο από τον Πατέρα». 66 Από αυτό που είπε πολλοί από τους μαθητές του έφυγαν πίσω και δεν περπατούσαν πια μαζί του. 67 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε στους δώδεκα: «Μήπως κι εσείς θέλετε να φύγετε;» 68 Του αποκρίθηκε ο Σίμωνας Πέτρος: «Κύριε, σε ποιον θα πάμε; Έχεις λόγια αιώνιας ζωής, 69 και εμείς έχουμε πιστέψει και έχουμε γνωρίσει ότι εσύ είσαι ο Άγιος του Θεού». 70 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Εγώ δεν εξέλεξα εσάς τους δώδεκα; Και όμως, ένας από εσάς είναι Διάβολος». 71 Και έλεγε για τον Ιούδα, το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη. Γιατί αυτός έμελλε να τον παραδώσει, ενώ ήταν ένας από τους δώδεκα.
Κεφάλαιον 7
1 Και μετά από αυτά περπατούσε ο Ιησούς στη Γαλιλαία· γιατί δεν ήθελε να περπατά στην Ιουδαία, επειδή τον ζητούσαν οι Ιουδαίοι για να τον σκοτώσουν. 2 Ήταν τότε κοντά η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία. 3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι αδελφοί του: «Άλλαξε τόπο από εδώ και πήγαινε στην Ιουδαία, για να δουν και οι μαθητές σου τα δικά σου έργα που κάνεις. 4 Γιατί κανείς δεν κάνει κάτι στα κρυφά και ζητά ο ίδιος να είναι δημόσια γνωστός. Αν κάνεις αυτά, φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο». 5 Γιατί ούτε οι αδελφοί του δεν πίστευαν σ’ αυτόν. 6 Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς: «Ο καιρός ο δικός μου δεν έχει φτάσει ακόμα, ενώ ο καιρός ο δικός σας είναι πάντοτε έτοιμος. 7 Δε δύναται ο κόσμος να μισεί εσάς, εμένα όμως μισεί, επειδή εγώ μαρτυρώ γι’ αυτόν ότι τα έργα του είναι κακά. 8 Εσείς ανεβείτε στην εορτή. Εγώ δεν ανεβαίνω [ακόμα] στην εορτή αυτή, γιατί ο δικός μου καιρός δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί». 9 Και αφού είπε αυτά, αυτός έμεινε στη Γαλιλαία.
- Предыдущая
- 54/136
- Следующая