Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. - Страница 12
- Предыдущая
- 12/20
- Следующая
Και η μητέρα της απαντά (и мать ей отвечает):
– Αγάπη μου, είναι πολύ απλό (любовь моя, это очень просто). Εγώ σου είπα για τη δική μου καταγωγή και ο μπαμπάς σου για τη δική του (я тебе рассказала о своем происхождении, а папа – о своем)!
Το μικρό κοριτσάκι ρωτάει τη μητέρα της:
– Πως εμφανίστηκε η ανθρώπινη φυλή;
Η μητέρα της απάντησε:
– Ο Θεός έφτιαξε τον Αδάμ και την Εύα, εκείνοι έκαναν παιδιά, τα παιδιά τους έκαναν κι άλλα παιδιά, και έτσι συνεχίστηκε η δημιουργία του ανθρώπινου γένους.
Δύο μέρες μετά το κοριτσάκι ρώτησε τον πατέρα της την ίδια ερώτηση. Ο πατέρας απάντησε:
– Εκατομμύρια χρόνια πριν, υπήρχαν οι μαϊμούδες, από τις οποίες εξελίχτηκαν σιγά σιγά οι άνθρωποι.
Το κοριτσάκι μπερδεμένο πάει στη μητέρα της:
– Μαμά, πώς γίνεται εσύ να μου είπες ότι τους άνθρωπους τους δημιούργησε ο Θεός και ο μπαμπάς να μου είπε ότι οι άνθρωποι εξελίχτηκαν από τις μαϊμούδες;
Και η μητέρα της απαντά:
– Αγάπη μου, είναι πολύ απλό. Εγώ σου είπα για τη δική μου καταγωγή και ο μπαμπάς σου για τη δική του!
Πάει κάποιος σε μια ταβέρνα και του λέει ο σερβιτόρος (идет некто в таверну, и ему говорит официант)…
– Έχω γλώσσα μοσχαρίσια, μοσχαροκεφαλή, συκώτι αρνίσιο, ποδαράκια χοιρινά (у меня язык телячий, телячья голова, печенка баранья, свиные ножки)…
– Δεν ήρθα για ν' ακούσω τα προβλήματά σου (я пришел не затем, чтобы слушать про твои проблемы; έρχομαι; ακούω; το πρόβλημα)! Φέρε μου τον κατάλογο να παραγγείλω (неси мне меню, чтоб я сделал заказ; φέρω; ο κατάλογος – каталог; меню; παραγγέλνω)!
Πάει κάποιος σε μια ταβέρνα και του λέει ο σερβιτόρος…
– Έχω γλώσσα μοσχαρίσια, μοσχαροκεφαλή, συκώτι αρνίσιο, ποδαράκια χοιρινά…
– Δεν ήρθα για ν' ακούσω τα προβλήματά σου! Φέρε μου τον κατάλογο να παραγγείλω!
Ο Πόντιος πηγαίνει στο αυτόματο μηχάνημα καφέ (понтиец идет к автомату с кофе), ρίχνει το κέρμα του και πέφτει το φραπεδάκι του (бросает свою монету, и падает его фрапе; το φραπέ – вид холодного кофе; -άκι – уменьшит. суффикс). Αμέσως ρίχνει κι άλλο κέρμα και παίρνει κι άλλο καφέ (тут же кидает другую монету, и берет еще один кофе). Συνεχίζει με τρίτο και τέταρτο (продолжает с третьим и четвертым). Κάποια στιγμή ένας περαστικός (в один момент = спустя какое-то время один прохожий), που περίμενε να πάρει κι αυτός καφέ (который ждал, чтобы взять себе кофе; παίρνω), τον ρωτάει (спрашивает его):
– «Μέχρι πότε θα παίρνεις καφέδες (до каких пор ты будешь брать кофе);».
Και ο Πόντιος απαντά (а понтиец отвечает):
– «Μέχρι να πάψω να κερδίζω (пока не перестану выигрывать; παύω)!»
Ο Πόντιος πηγαίνει στο αυτόματο μηχάνημα καφέ, ρίχνει το κέρμα του και πέφτει το φραπεδάκι του. Αμέσως ρίχνει κι άλλο κέρμα και παίρνει κι άλλο καφέ. Συνεχίζει με τρίτο και τέταρτο. Κάποια στιγμή ένας περαστικός, που περίμενε να πάρει κι αυτός καφέ, τον ρωτάει:
– «Μέχρι πότε θα παίρνεις καφέδες;».
Και ο Πόντιος απαντά:
– «Μέχρι να πάψω να κερδίζω!»
Ήταν ένας Ιταλός ένας Γερμανός και ένας Πόντιος (были итальянец, немец и понтиец). Τους πιάνουν οι ζουλού (их схватили зулусы) και τους λένε ότι αν καταφέρουν να περάσουν την έρημο απέναντι (и говорят им, что если они смогут пройти пустыню, /что/ впереди; καταφέρνω; περνάω; η έρημος) θα τους αφήσουν να ζήσουν (их оставят в живых: «чтобы жили»; αφήνω – пускать, пропускать; разрешать /делать что-л./; ζω), αν όχι τότε θα τους κόψουν το κεφάλι (если нет, тогда им отрежут голову; κόβω)! Πάει πρώτος ο Ιταλός, παίρνει δύο ψυγειάκια στους ώμους γεμάτα με νερά και ξεκινάει (идет первым итальянец, берет на плечи два холодильника, полные /бутылок/ воды, и отправляется /в путь/; το ψυγείο – холодильник; -άκι – уменьшит. суффикс; ο ώμος – плечо). Φτάνοντας όμως στα μισά της διαδρομής κλατάρει (пройдя: «достигнув», однако, половину расстояния, выбивается из сил; η διαδρομή) και του κόβουν το κεφάλι (и ему отрезают голову). Πάει ο Γερμανός κουβαλώντας κι αυτός δύο ψυγειάκια γεμάτα όμως μπύρες και ξεκινάει (идет немец, тащит и он два холодильника, полные, однако, пива, и отправляется /в путь/; κουβαλάω) περνάει λίγο τον Ιταλό και αμέσως κλατάρει (едва проходит мимо итальянца и сразу же выбивается из сил) και του κόβουν το κεφάλι. Πάει τελευταίος και ο Πόντιος (идет последним понтиец) και παίρνει μια πόρτα αυτοκινήτου και ξεκινάει να φύγει (берет дверь автомобиля и пускается в путь: «отправляется, чтобы уходить»; φεύγω), τον σταματάνε όμως οι ζουλού και του λένε (его останавливают, однако, зулусы и говорят ему):
– «Που πας ρε φίλε με την πόρτα (ты куда пошел, друг, с дверью);» και πετάγεται κι ο Πόντιος και τους λέει (перебивает их понтиец и говорит им):
– «’μα ανοίξω το παράθυρο ξέρεις τι δροσιά κάνει (как открою окно, знаешь, как прохладно; ανοίγω; η δροσιά – роса; свежесть; κάνει δροσιά – свежо, прохладно);»
Ήταν ένας Ιταλός ένας Γερμανός και ένας Πόντιος. Τους πιάνουν οι ζουλού και τους λένε ότι αν καταφέρουν να περάσουν την έρημο απέναντι θα τους αφήσουν να ζήσουν αν όχι τότε θα τους κόψουν το κεφάλι! Πάει πρώτος ο Ιταλός παίρνει δύο ψυγειάκια στους ώμους γεμάτα με νερά και ξεκινάει φτάνοντας όμως στα μισά της διαδρομής κλατάρει και του κόβουν το κεφάλι. Πάει ο Γερμανός κουβαλώντας κι αυτός δύο ψυγειάκια γεμάτα όμως μπύρες και ξεκινάει περνάει λίγο τον Ιταλό και αμέσως κλατάρει και του κόβουν το κεφάλι. Πάει τελευταίος και ο Πόντιος και παίρνει μια πόρτα αυτοκινήτου και ξεκινάει να φύγει, τον σταματάνε όμως οι ζουλού και του λένε:
– «Που πας ρε φίλε με την πόρτα;» και πετάγεται κι ο Πόντιος και τους λέει:
– «’μα ανοίξω το παράθυρο ξέρεις τι δροσιά κάνει;»
Μια μέρα, η οικογένεια του Τοτού, αποφάσισε να επισκεφθεί μια φιλική τους οικογένεια (однажды: «один день» семья Тотоса решила навестить семью друзей: «дружественную им семью»; αποφασίζω; επισκέπτομαι). Ο γιός τους όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα (сын их, однако, имел одну особенность; έχω). Δεν είχε αυτιά (он не имел ушей). Οπότε, οι γονείς του Τοτού, τον συμβούλεψαν (и тогда родители Тотоса дали ему совет = наставление; συμβουλεύω) να μην κάνει καμία ερώτηση για τα αφτιά του παιδιού (чтобы он не задавал никаких вопросов насчет ушей ребенка; το αφτί; το παιδί) και τους φέρει σε δύσκολη θέση (и не ставил их в неловкое: «трудное» положение; φέρνω; η θέση – место; состояние, положение). Καθώς ο Τοτός συζητούσε με τον πατέρα του παιδιού λέει (/и вот,/ когда Тотос разговаривал с отцом ребенка, говорит; συζητάω; το παιδί):
– «Ο γιος σας βλέπει καλά (сын ваш видит хорошо);»
– «Ναι, πολύ καλά (да, очень хорошо).»
– «Σε 20 χρόνια; Θα βλέπει καλά (/а/ через 20 лет будет видеть хорошо);»
– «Πιστεύω πως θα βλέπει καλά (думаю, что будет видеть хорошо; πιστεύω – верить; думать, полагать).»
– «Σε 40 χρόνια; Θα βλέπει (а через 40 лет будет видеть);»
– «Ε, σε 40 χρόνια, μάλλον θα χρειαστεί γυαλιά (э, через 40 лет, пожалуй, ему будут нужны очки; χρειάζομαι).»
– «Και που θα τα στηρίζει (а куда /он/ будет их цеплять; στηρίζω – поддерживать, опирать);»
Μια μέρα, η οικογένεια του Τοτού, αποφάσισε να επισκεφθεί μια φιλική τους οικογένεια. Ο γιός τους όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα. Δεν είχε αυτιά. Οπότε, οι γονείς του Τοτού, τον συμβούλεψαν να μην κάνει καμία ερώτηση για τα αφτιά του παιδιού και τους φέρει σε δύσκολη θέση. Καθώς ο Τοτός συζητούσε με τον πατέρα του παιδιού λέει:
– «Ο γιος σας βλέπει καλά;»
– «Ναι, πολύ καλά.»
– «Σε 20 χρόνια; Θα βλέπει καλά;»
– «Πιστεύω πως θα βλέπει καλά.»
– «Σε 40 χρόνια; Θα βλέπει;»
– «Ε, σε 40 χρόνια, μάλλον θα χρειαστεί γυαλιά.»
– «Και που θα τα στηρίζει;»
- Предыдущая
- 12/20
- Следующая