Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. - Страница 3
- Предыдущая
- 3/20
- Следующая
– Τι κάνεις εκεί μικρέ (что ты там делаешь, малыш; κάνω);
– Πέθανε το καναρίνι μου και το θάβω (умерла моя канарейка, и я ее хороню; πεθάνω), αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι (отвечает Тотос с поникшей головой; αποκρίνομαι; σκύβω – гнуть, нагибать).
– Και γιατί κάνεις τόσο μεγάλη τρύπα (а зачем делаешь такую большую ямку: «дыру»); Ξαναρωτάει ο γείτονας (снова спрашивает сосед).
– Γιατί το καναρίνι μου είναι μέσα στον ηλίθιο τον γάτο σου, απαντάει ο Τοτός (потому что моя канарейка внутри твоего тупого кота, отвечает Тотос; ο γάτος).
Έσκαβε ο Τοτός στην αυλή του μια τρύπα. Περνούσε ο γείτονας και είδε τον Τοτό να σκάβει. Τον ρωτάει:
– Τι κάνεις εκεί μικρέ;
– Πέθανε το καναρίνι μου και το θάβω, αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι.
– Και γιατί κάνεις τόσο μεγάλη τρύπα; Ξαναρωτάει ο γείτονας.
– Γιατί το καναρίνι μου είναι μέσα στον ηλίθιο τον γάτο σου, απαντάει ο Τοτός.
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο (Тотос играет некоторое время в саду; ο κήπος), και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει (и мать, наконец, ему кричит; φωνάζω):
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι (хватит уже, собирайся домой; μαζεύομαι)! Τι κάνεις τόση ώρα (что ты там делаешь столько времени; η ώρα – час; время);
Ο μικρός απαντά (ребенок отвечает; μικρός – маленький; ο μικρός – ребенок):
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού (оставь меня, мама, я играю с дедушкой; ο παππούς)!
Κι η μητέρα του μονολογεί (и его мать говорит себе; μονολογώ; ο μονόλογος – монолог):
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού (ах, дрянной мальчишка, опять выкопал дедушку; ξεθάβω)!
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο, και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει:
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι! Τι κάνεις τόση ώρα;
Ο μικρός απαντά:
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού!
Κι η μητέρα του μονολογεί:
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού!
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του (Тотос другу своего отца; ο φίλος; ο πατέρας):
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας (это правда то, что говорит папа мой про вас);
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου (что именно он говорит, детка);
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας (ну что вы сделали себя сам; δημιουγούμαι – творить, создавать).
– Ναι, αλήθεια είναι (да, это правда).
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος (а тогда почему вы не позаботились стать более высоким и более красивым; φροντίζω);
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του:
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας;
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου;
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας.
– Ναι, αλήθεια είναι.
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος;
Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι (один бандит, взломав дом, берет в заложники пожилую пару; αφού – когда, как только; διαρρηγνύω; ο όμηρος). Θέλοντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει (желая убить одного из двоих, пытается решить; θέλω; σκοτώνω; αποφασίζω). Ρωτάει τη γυναίκα (спрашивает жену; η γυναίκα – женщина; жена):
– «Πως σε λένε εσένα (как тебя зовут);»
– «Κλημεντίνη (Климентина).»
– «Α! έτσι λένε τη μάνα μου (а, так зовут мою маму), δεν θα σε πειράξω εσένα (не трону тебя; πειράζω – трогать, касаться; вредить, приносить вред).»
Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα (затем спрашивает мужа; ο άντρας – мужчина; муж, супруг):
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη (Панайотис, но меня зовут и Климентиной; φωνάζω – кричать; звать, вызывать).»
Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Θέλοντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει. Ρωτάει τη γυναίκα:
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Κλημεντίνη.»
– «Α! έτσι λένε τη μάνα μου, δεν θα σε πειράξω εσένα.»
Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα:
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη.»
Έχω παντρευτεί δυο φορές, λέει κάποιος (я женился два раза, говорит некто; παντρεύομαι), αλλά δυστυχώς στάθηκα άτυχος (но, к сожалению, остался несчастным = мне не повезло; στέκομαι – стоять; оставаться, оказываться; η τύχη – судьба; удача, счастье; τυχερός – счастливый; δυσ-, α– – приставки со знач. отрицания).
– Τι κρίμα (как жаль). Γιατί (почему);
– Η πρώτη μου γυναίκα με παράτησε (первая моя жена меня бросила; παρατώ).
– Και η δεύτερη (а вторая);
– Η δεύτερη έμεινε (вторая осталась; μένω – жить, пребывать; оставаться)…
Έχω παντρευτεί δυο φορές, λέει κάποιος, αλλά δυστυχώς στάθηκα άτυχος.
– Τι κρίμα. Γιατί;
– Η πρώτη μου γυναίκα με παράτησε.
– Και η δεύτερη;
– Η δεύτερη έμεινε…
Μόλις μερικές μέρες αφότου άνοιξαν τα σχολεία (спустя: «едва /прошло/» несколько дней, как открылась школа; ανοίγω; το σχολείο), η δασκάλα του μικρού τηλεφωνεί στη μητέρα του (учительница ребенка звонит его матери; το μικρός – ребенок; μικρός – маленький):
– Είναι πολύ άτακτος (он очень непослушный; άτακτος – беспорядочный; недисциплинированный)! της λέει (ей говорит; λέω), δεν ξέρω τι να τον κάνω μέσα στην τάξη (не знаю, что с ним делать в классе; η τάξη – порядок; класс)!
Κι η μητέρα (а мать):
Α, για να σας πω (/знаете, что/ я вам скажу; λέω)! Εγώ που τον είχα σχεδόν τρεις μήνες συνέχεια στις διακοπές (я, когда была с ним почти три месяца постоянно на каникулах; έχω – иметь; ο μήνας), σας πήρα να σας κάνω παράπονα (вам /разве/ звонила, чтобы нажаловаться?; παίρνω – брать; звонить кому-л. по телефону; το παράπονο – жалоба);
Μόλις μερικές μέρες αφότου άνοιξαν τα σχολεία, η δασκάλα του μικρού τηλεφωνεί στη μητέρα του:
– Είναι πολύ άτακτος! της λέει, δεν ξέρω τι να τον κάνω μέσα στην τάξη!
Κι η μητέρα:
Α, για να σας πω! Εγώ που τον είχα σχεδόν τρεις μήνες συνέχεια στις διακοπές, σας πήρα να σας κάνω παράπονα;
– Ρωτάει ο δάσκαλος: Το φεγγάρι είναι πιο μακριά ή η Κίνα (спрашивает учитель, луна дальше или Китай?);
– Η Κίνα, απαντά ο Σβίγκος (Китай, – отвечает Звигос). Γιατί το φεγγάρι το βλέπουμε, ενώ την Κίνα δεν τη βλέπουμε καθόλου (Потому что луну мы видим, а Китая не видно совсем; βλέπω)!
– Ρωτάει ο δάσκαλος, το φεγγάρι είναι πιο μακριά ή η Κίνα;
– Η Κίνα, απαντά ο Σβίγκος. Γιατί το φεγγάρι το βλέπουμε, ενώ την Κίνα δεν τη βλέπουμε καθόλου!
Ένας λεφτάς πάει σε μια αυτοκινητοβιομηχανία (один богач идет на автомобильное предприятие; ο λεφτάς – богач /от сущ. τα λεφτά – деньги/; η αυτοκινητοβιομηχανία; το αυτοκίνητο – автомобиль; η βιομηχανία – промышленность) που πουλούσε μόνο Πόρσε (которое продавало только порше; πουλάω). Πάει και ρωτάει τον πωλητή (идет и спрашивает продавца; ο πωλητής):
– «Γεια σας, θέλω να αγοράσω μια Πόρσε καλή (здравствуйте, хочу купить хороший порше; αγοράζω)»
- Предыдущая
- 3/20
- Следующая